-
1 младший
младший 1) (по возрасту) μικρότερος, νεώτερος" \младший брат ο μικρότερος αδερφός* \младшийая сестра η μικρότερη αδερφή 2) (по положению) κατώτερος* * *1) ( по возрасту) μικρότερος, νεώτεροςмла́дший брат — ο μικρότερος αδερφός
мла́дшая сестра́ — η μικρότερη αδερφή
2) ( по положению) κατώτερος -
2 меньший
επ.1. συγκρ. β.επ. малый κ. маленький μικρότερος• λιγότερος•-ая часть μικρότερη μερίδα•
из двух зол выбрать -ее εκ δύο κακών το μη χείρον βέλτοστον.
2. υπερθ. β. ο πιο λίγος, ο λιγότερος, ο ελάχιστος.3. ο μικρότερος στην οικογένεια•меньший сын το μικρότερο παιδί (διγόνι)•
меньший брат ο μικρότερος αδερφός•
-ая сестра μικρότερη αδερφή•
-ая дочь η μικρότερη θυγατέρα (διγόνα).
εκφρ.по -ей мере – τουλάχιστο• εν πάση περιπτώσει•самое -ее – το πιο λιγότερο. -
3 младший
επ.1. νεότερος, μικρότερος•младший брат ο μικρότερος αδερφός•
-ая сестра η μικρότερη αδερφή.
|| υστερότοκος.2. κατώτερος, υποδεέστερος. || μικρός, κατώτερος•-ие классы οι μικρές τάξεις (οι 4 τάξεις του δημοτικού σχολείου).
-
4 сестрёнка
-и θ.(χαίδ.) αδερφούλα. || η μικρότερη αδερφή.
См. также в других словарях:
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek